- κτίδεος
- κτίδεος (ἰκτίς): of weasel-skin; κυνέη, Il. 10.335 and 458.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
κτίδεος — κτίδεος, έη, ον (Α) αυτός που έχει κατασκευαστεί από δέρμα τού ζώου ίκτις*. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ἴκτις] … Dictionary of Greek
κτιδέη — κτίδεος of a marten fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτιδέην — κτίδεος of a marten fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτιδέα — κτιδέᾱ , κτίδεος of a marten fem nom/voc/acc dual κτιδέᾱ , κτίδεος of a marten fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτιδέας — κτιδέᾱς , κτίδεος of a marten fem acc pl κτιδέᾱς , κτίδεος of a marten fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίκτις — ἴκτις, ιδος, ἡ (Α) το κουνάβι. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ., η λ. συνδέεται πιθ. με τον τ. ἴκτερος*. Από τη λ. ἴκτις, ἵδος σχηματίστηκε τ. κτίδεος, με σίγηση τού αρκτικού ι , που μαρτυρείται στην Ιλιάδα ως: κτιδέη κυνέη «περικεφαλαία από δέρμα… … Dictionary of Greek
κτιδέαν — κτιδέᾱν , κτίδεος of a marten fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)